βλαστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το βλαστό. 2. αυτός που έχει σχέση με τη βλάστηση ή συντελεί σ αυτήν: Τα σπαρτά διατηρούν για πολύ τη βλαστική τους ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο … Dictionary of Greek
βλαστικά — βλαστικός budding neut nom/voc/acc pl βλαστικά̱ , βλαστικός budding fem nom/voc/acc dual βλαστικά̱ , βλαστικός budding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικῶν — βλαστικός budding fem gen pl βλαστικός budding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικόν — βλαστικός budding masc acc sg βλαστικός budding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικωτέροις — βλαστικός budding masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικῆς — βλαστικός budding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικήν — βλαστικός budding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικώτερα — βλαστικός budding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek